ἔγκατα

ἔγκατα
ἔγκατα
Grammatical information: n. pl.
Meaning: `intestines' (Il.)
Other forms: Dat. pl. ἔγκασι (Λ 438); backformation later sing. ἔγκατον (LXX, Luk.)
Derivatives: ἐγκατόεις `containing intestines' (Nic.), ἐγκατώδης `like intestines' (sch.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: Uncertain. Leumann Hom. Wörter 158 n. 1 derives it from *ἔγκατος `interior', from ἐν like ἔσχατος from ἐξ; ἔγκασι then innovation after γούνασι a. o. - Lac. ἔγκυτον ἔγκατον H. folketymological after κύτος `skin, trunk, body'.
Page in Frisk: 1,438

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἔγκατα — inwards neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έγκατα — τα (AM ἔγκατα) τα πιο βαθιά μέρη («τα έγκατα τής γης») αρχ. τα εντόσθια, τα έντερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι προήλθε από επίθ. *έγκατος «εσωτερικός» κι αυτό από την πρόθεση εν (πρβλ. έσχατος* από εξ), οπότε η ομηρική δοτ.… …   Dictionary of Greek

  • έγκατα — τα τα βάθη, τα κατάβαθα μέρη πράγματος: Τα έγκατα της Γης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔγκατ' — ἔγκατα , ἔγκατα inwards neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλείψαμεν — ἐγκατᾱλείψαμεν , ἐν , κατά ἀλείφω anoint the skin with oil aor ind act 1st pl (doric aeolic) ἐν , κατά ἀλείφω anoint the skin with oil aor ind act 1st pl (homeric ionic) ἐν καταλείβω pour down aor ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκάτοις — ἔγκατα inwards neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκάτοισι — ἔγκατα inwards neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκάτων — ἔγκατα inwards neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγκασι — ἔγκατα inwards neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγκασιν — ἔγκατα inwards neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”